ὀργυιαί

ὀργυιαί
ὄργυια
the length of the outstretched arms
fem nom/voc pl
ὄργυια
the length of the outstretched arms
fem nom/voc pl (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀργυιαίων — ὀργυιαί̱ων , ὀργυιαῖος an fem gen pl ὀργυιαί̱ων , ὀργυιαῖος an masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργυιαιᾶν — ὀργυιαῑᾶν , ὀργυιαῖος an masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • οργιά — Μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση του βάθους των νερών. Είναι αιγυπτιακής προέλευσης και ισούται με περίπου 1,85 μ.. Από τον Μεσαίωνα έως την καθιέρωση του δεκαδικού συστήματος, την ο. τη χώριζαν σε 6 πόδες ή 72 δακτυλίους …   Dictionary of Greek

  • ὄργυι' — ὄργυια , ὄργυια the length of the outstretched arms fem nom/voc sg ὄργυιαι , ὄργυια the length of the outstretched arms fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”